- τσιμούχα
- η замухрышка, заморыш (о женщине)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιμούχα — η, Ν 1. παρυφή υφάσματος, ούγια 2. μακριά λωρίδα από παρυφή υφάσματος 3. άκομψο ένδυμα, ιδίως επενδύτης 4. τεχνολ. κοινή ονομασία τού δακτυλίου στεγανότητας 5. είδος σπόγγου 6. μτφ. αδύνατη και άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cimosa «παρυφή… … Dictionary of Greek
τσιμούχα — η 1. άκρη υφάσματος, ούγια. 2. μακριά λουρίδα από άκρη υφάσματος, μπορντούρα. 3. κατασκεύασμα από λεπτό φελλό, από χαρτόνι κτλ., που μπαίνει ανάμεσα σε μεταλλικές επιφάνειες μηχανής για να μην τρίβονται αυτές ή να μη διαρρέουν λάδια. 4. το φυτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)